ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΗΛΙΔΑΣ
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Α
Αριστοτέλης |
(384-323 π.Χ.) επιφανής φιλόσοφος από τα Στάγειρα της Χαλκιδικής, θεμελιωτής πολλών επιστημών |
άγαλμα |
τρισδιάστατο γλυπτό έργο τέχνης, που αναπαριστά συνήθως άνθρωπο ή ζώο
|
αγαλματίδιο | μικρού μεγέθους άγαλμα, ειδώλιο |
αγγείο |
πήλινο σκεύος που περιέχει υγρό |
αγελαία |
συνηθισμένη κεραμίδα εκείνης της εποχής |
αγορά |
ο χώρος στο κέντρο μιας πόλης, όπου συγκεντρώνονταν οι πολίτες για να συζητήσουν τα τρέχοντα προβλήματα και να αγοράσουν προϊόντα |
αγώνας |
(αθλητισμός) η οργανωμένη αναμέτρηση αθλητών ή ομάδων σε ένα συγκεκριμένο άθλημα |
αγωνοθέτης |
ο ιδρυτής αγώνα |
Άδης |
(μυθολογία) ο θεός του κάτω κόσμου, ο Πλούτωνας – ο κάτω κόσμος, τα Τάρταρα |
αέτωμα |
ο τριγωνικός χώρος που σχηματίζεται πάνω από το επιστύλιο και κάτω από τη στέγη, στην εμπρόθια και οπίσθια όψη των κλασικών κτηρίων και διακοσμείται με γλυπτές συνθέσεις |
αετωματικό |
ο τριγωνικός χώρος που σχηματίζεται πάνω από το επιστύλιο και κάτω από τη στέγη, στην εμπρόθια και οπίσθια όψη των κλασικών κτηρίων και διακοσμείται με γλυπτές συνθέσεις |
αθλητικός |
σχετικός με τον αθλητισμό |
άθλος |
πολύ δύσκολη ή σπουδαία πράξη, κατόρθωμα, ή επίτευγμα |
ακέφαλο |
που δεν έχει κεφάλι |
Ακρόπολη |
ο λόφος της Ήλιδας (Άγιος Ιωάννης) |
Αμφορέας |
είδος κλειστού αγγείου με δύο λαβές για την αποθήκευση και μεταφορά υγρών |
Αμφορίσκος |
είδος μικρού κλειστού αγγείου με δύο λαβές για την αποθήκευση και μεταφορά υγρών |
αναγερμένο |
ανασηκωμένο ελαφρά |
ανάγλυφο |
γλυπτό έργο τέχνης στο οποίο σχήματα ή μορφές προβάλλουν από την επίπεδη επιφάνεια της πλάκας στην οποία έχουν λαξευτεί |
αναγράφω |
γράφω κάτι πάνω σε μια επιφάνεια |
αναθηματικό |
που χρησιμεύει ως ανάθημα στη μνήμη ανθρώπων ή γεγονότων |
άνδρας |
κάθε ενήλικος άνθρωπος αρσενικού φύλου (κατ’ αντιδιαστολή προς το παιδί) |
ανδριάντας |
άγαλμα ή προτομή ενός σπουδαίου προσώπου |
ανδρική |
που αναφέρεται ή ανήκει ή χαρακτηρίζει τον άνδρα |
άνθεμο |
γενικότερη ονομασία για ανθοφόρα ποώδη φυτά όπως π.χ. η μαργαρίτα, ο αμάρακος ή ματζουράνα, η αγριοχαμομηλιά |
ανθύπατος |
(ιστορία) ρωμαίος αξιωματούχος, που είχε υπηρετήσει ως ύπατος (consul), και στη συνέχεια ασκούσε τα καθήκοντα του διοικητή μιας επαρχίας |
αντίγραφο |
προϊόν απομίμησης έργου τέχνης |
αντικείμενο |
κάθε τι που μπορούμε να αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας ή να συλλάβουμε με το νου μας |
άνω |
επάνω |
απεικονίζομαι |
περιγράφομαι με εικόνες ή άλλους εικαστικούς τρόπους |
απεικόνιση |
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του απεικονίζω |
αποθέτης |
(αρχαιολογία) χώρος όπου οι αρχαίοι απέθεταν ή αποθήκευαν αντικείμενα που θεωρούνταν ιερά ή είχαν κάποιου είδους αξία αλλά πλέον δεν χρησιμοποιούνταν |
Απόλλων |
θεός των αρχαίων Ελλήνων που συσχετίζεται με τον ήλιο και την Πυθία στους Δελφούς |
απόπτυγμα |
αναδίπλωση του πέπλου στο πάνω μέρος του σώματος. |
αριθμημένα |
που έχουν αριθμό |
αριστερά |
σε αριστερή θέση ως προς τον παρατηρητή |
αρματοδρομία |
αγώνας δρόμου αρμάτων |
αρράβδωτος |
αυτός που δεν έχει ραβδώσεις |
Αρχαϊκή εποχή |
800 π.Χ-500 π.Χ |
αρχαϊκό |
αυτό που χαρακτηρίζει την τέχνη του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ. στην αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και την αγγειογραφία |
αρχιτεκτονική |
η τέχνη της κατασκευής κτηρίων |
ασβεστολιθικό |
αποτελείται από ασβεστόλιθο ή περιέχει ασβεστόλιθο |
ασβεστόλιθος |
ιζηματογενές ορυκτό πέτρωμα, αποτελούμενο κατά 50% από ασβεστίτη. Το χρώμα του ποικίλει και χρησιμοποιείται κυρίως για την παρασκευή τσιμέντου |
Ασκός |
είδος δοχείου ή σακιού από δέρμα ζώου για αποθήκευση και μεταφορά υγρών (νερό, κρασί κ.λπ.) |
ασχολία |
εργασία, επάγγελμα |
αττικό |
που ανήκει ή αναφέρεται στην Αττική ή την Αθήνα |
Αυρηλία Ζωσίμη |
γυναίκα ιατρός στην αρχαιότητα |
αφιέρωμα |
δώρο σε ναό ή σε ιερό πρόσωπο σε ένδειξη τιμής, σεβασμού, ευγνωμοσύνης ή αγάπης |
Αφροδίτη |
(μυθολογία) θεά του έρωτα και της ομορφιάς στην αρχαία ελληνική μυθολογία |
αχειρίδωτος |
που δεν έχει μανίκια |
Ββάθρο |
βάση στην οποία στηρίζεται κάποιο αντικείμενο για επίδειξη |
βάση | το κατώτερο τμήμα ενός αντικειμένου, το σημείο στήριξης |
βατήρας | είδος βάθρου επιμήκους ή και πεπλατυσμένου, που
χρησιμοποιούν οι αθλητές ή και άλλοι |
βίος | η ζωή |
βιοτεχνία | μικρού ή μέσου μεγέθους παραγωγική μονάδα του
δευτερογενούς τομέα |
βόλος | γυάλινο (ή κι από άλλο υλικό) σφαιρίδιο |
βοοειδές | μοιάζει με βόδι |
βουλή | νομοθετικό σώμα αποτελούμενο από εκλεγμένους
αντιπροσώπους του λαού |
βράχος | μεγάλος όγκος από πέτρα |
βωμός | οποιαδήποτε δομή, ακόμα και μία απλή μεγάλη πέτρα,
πάνω στην οποία γίνονται θυσίες («θυσιαστήριο») και γενικότερα προσφορές υλικών αγαθών σε κάποια υπερφυσική οντότητα (θεότητα, δαίμονα, πνεύμα) για θρησκευτικούς σκοπούς |
ΓΓεωμετρική εποχή |
1.100 π.Χ – 800 π.Χ |
γραπτή | ο γραμμένος, αυτός που βρίσκεται και σε γραπτή μορφή,
ο γραφτός, λέξη που συχνά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς τον προφορικό |
γυάλινο |
που αποτελείται από γυαλί |
γυναικεία |
που ανήκει ή αναφέρεται στη γυναίκα |
δακτυλιόσχημος | που έχει σχήμα δακτυλίου |
Δαμοφάνους | αγωνοθέτης (ιδρυτής αγώνα) |
δάπεδο | το έδαφος ενός δωματίου, αυλής, γηπέδου ή άλλου
παρόμοιου χώρου που το έχουν ισιώσει και στρώσει με κάποιο υλικό (ξύλο, κονίαμα, πλακάκια, μάρμαρο, ψηφίδες που σχηματίζουν μια παράσταση κλπ) |
δαχτυλίδι | κόσμημα που έχει σχήμα κρίκου, κατασκευάζεται από
χρυσό, ασήμι ή άλλο μεταλλικό υλικό. Φοριέται σε δάχτυλο του χεριού. |
δημόσιος | αυτός που ανήκει στο κράτος, στον λαό, στην κοινότητα,
ο κρατικός, ο δημόσιος, ο κοινός |
διακόσμηση | η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διακοσμώ |
διακοσμητικός | που διακοσμεί, που έχει σχέση με τη διακόσμηση,
αναφέρεται σ? αυτή ή συμβάλλει σ? αυτή |
διατροφή | το σύνολο ή ο συνδυασμός των τροφών που λαμβάνει
κάποιος σε σταθερή βάση |
δίκαιο | αυτό που είναι σύμφωνο με τις αρχές της ηθικής και
της δικαιοσύνης |
δίσκος | το κυκλικό αντικείμενο που ρίχνει ο αθλητής στο
αγώνισμα της δισκοβολίας |
δωρικός | δωρικός Ρυθμός ονομάζεται στην αρχαία ελληνική
αρχιτεκτονική, ο ρυθμός εκείνος που διακρίνεται για τη λιτότητα και την αυστηρότητα. |
εγχάρακτη | που γίνεται με εγχάραξη (το αγγείο που το έχουν
χαράξει για καλλιτεχνικούς λόγους) |
ειδώλιο | αγαλματίδιο |
εικονιστική | που εικονίζει, που απεικονίζει κάτι |
εισιτήρια | είσοδος των πολιτών στα θέατρα |
έλασμα | λεπτή πλάκα ή κομμάτι μεταλλικού φύλλου |
Ελληνιστική εποχή | (323 – 30 π.Χ.) |
ελλήνων | αρχαίο ελληνικό όνομα (Έλλην) |
ενεπίγραφη | που φέρει επιγραφή |
ένθρονη | το πολυτελές κάθισμα πάνω στο οποίο κάθεται ένας
μονάρχης (θεότητα) και αποτελεί ένα από τα σύμβολα της εξουσίας του |
ενσφράγιστο | ερμητικά κλειστό, συνήθως σε φάκελο, κουτί ή δοχείο |
έντυπο | τυπωμένο |
ενώτιο | σκουλαρίκι |
εξωτερικό | το μέρος μιας επιφάνειας που είναι στραμμένο προς τα
έξω |
επαγγέλματα | δουλειές αρχαίων ελλήνων με τις οποίες εξασφάλιζαν
τα απαραίτητα για την τροφή τους και το ντύσιμό τους |
έπαυλη | πολυτελής κατοικία με μεγάλο κήπο |
επίγραμμα | επιγραφή που περιέχει μια έμμετρη σύνθεση και
τοποθετείται σε ένα μνημείο ή σε ένα έργο τέχνης |
επιγραφή | κείμενο χαραγμένο σε σκληρή επιφάνεια, π.χ. πέτρα ή
μάρμαρο |
επίθημα | καθετί που τοποθετείται επάνω |
επίστεψη | η στέψη της κεφαλής ή μιας κορυφής (με στεφάνι) |
επιστήθιο | φοριέται στο στήθος |
επιτάφια | ονομάζεται στήλη, συνήθως μαρμάρινη ή γενικά λίθινη
η οποία στήνεται στον τάφο, ώστε αφενός να γίνεται ορατή η θέση του τάφου, αφετέρου για να σημειώνονται τα στοιχεία του νεκρού |
επιτύμβια | που έχει σχέση με τύμβο, αναφέρεται σ? αυτόν ή
τοποθετούταν πάνω σ? αυτόν |
εποίει | ποιέω: ποιώ, ενεργώ, κατασκευάζω, πράττω, κάμνω,
δημιουργώ |
εργαλεία | αντικείμενο ειδικά σχεδιασμένο και κατασκευασμένο
ώστε να διευκολύνει την εκτέλεση μιας εργασίας |
εργαστήριο | το μέρος όπου εργάζεται ένας τεχνίτης ή καλλιτέχνης |
έργο | αυτό που παράγει ένας άνθρωπος με την εργασία του,
χειρωνακτική ή διανοητική, επιστημονική ή καλλιτεχνική |
Ερμηρακλέους | Ερμαϊκή στήλη Ηρακλή (Οι Ερμές ήταν λίθινες,
τετράπλευρες ορθογώνιες στήλες οι οποίες στην κορυφή έφεραν προτομή και καμιά φορά κορμό άνδρα) |
Ερμής | αγγελιοφόρος των θεών των αρχαίων Ελλήνων, αλλά
και ο ίδιος θεός του εμπορίου, των τεχνών, των γραμμάτων και των δρόμων |
ερυθρόμορφος | αγγειογρ. εκείνο που φέρει σε μαύρο φόντο κόκκινες
μορφές |
ερωτιδείς | εικαστική αναπαράσταση του θεού Έρωτα ως παιδιού |
εσωτερικό | αυτό που βρίσκεται μέσα |
ευεργέτης | που προσφέρει βοήθεια, που κάνει σε κάποιον το καλό |
ζωή | ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίο ζει κάποιος |
ηλειακό | προέρχεται από την αρχαία Ηλεία |
Ηλείων | οι Ηλείοι ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο, εγκατεστημένο
στην δυτική Πελοπόννησο στην περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Ηλεία |
ηλιακό | που ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται από αυτόν |
Ήλιδα | Η Ήλιδα ή (Ήλις) ήταν πόλη-κράτος της αρχαίας Ηλείας. |
ηλικία | ο χρόνος που διανύθηκε από τη γέννηση ενός ανθρώπου,
ζώου ή άλλου ζωντανού οργανισμού, έως μια συγκεκριμένη στιγμή |
Ηράκλει | αρχαίος μυθικός ήρωας, θεωρούμενος ως ο μέγιστος των
Ελλήνων ηρώων |
Ηρακλέους | αρχαίος μυθικός ήρωας, θεωρούμενος ως ο μέγιστος των
Ελλήνων ηρώων |
Ηρακλής | αρχαίος μυθικός ήρωας, θεωρούμενος ως ο μέγιστος των
Ελλήνων ηρώων |
ήρωας | (στην Αρχαιότητα) μυθολογικό πρόσωπο που δεν είναι
θεός και, συνήθως, ξεχωρίζει για την ανδρεία του |
θέατρο | ο χώρος όπου δίνονται θεατρικές παραστάσεις |
θέματα | αυτό που αναπαριστά ένα έργο τέχνης |
θήλαστρο | το μπιμπερό |
θησαυράριο | αγγείο στο οποίο τοποθετούμε αντικείμενα αξίας και τα
θάβουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα |
θησαυρός | κάθε κινητό αντικείμενο που θεωρείται ότι έχει αξία και
που έμεινε κρυμμένο για τόσο πολύ χρόνο, ώστε δεν μπορεί να βρεθεί ο κύριός του |
θολωτός | που έχει σχήμα θόλου (καμπύλο σχήμα για την κάλυψη
ενός χώρου) |
θωράκιο | στηθαίο, παραπέτο |
ιέρεια | γυναίκα ιερέας (κυρίως κατά την αρχαιότητα) |
ιερό | τόπος λατρείας |
ιματιοφόρος | αυτός που φέρει ιμάτιο (κατά την αρχαιότητα, είδος
εξωτερικού ενδύματος, που το φορούσαν συνήθ. πάνω από το χιτώνα ή το πέπλο) |
ιωνικός | (αρχαιολογία) σχετίζεται με τον ρυθμό που εμφανίστηκε
στην Ιωνία και τις Κυκλάδες κατά την αρχαϊκή περίοδο |
καθημερινή | η εργάσιμη μέρα |
καλλωπισμός | η βελτίωση της εμφάνισης ανθρώπου , η περιποίησή του |
κάλπη | (αρχαιολογία) αγγείο με στρογγυλό σώμα, τρεις λαβές και
συνεχή καμπύλη από τα χείλη, το οποίο χρησιμοποιούνταν ως τεφροδόχος |
κάλυμμα | καθετί που καλύπτει κάποιο αντικείμενο |
καλυπτήρας | καλύπτει (σκεπάζει) κεραμίδια της στέγης-καβαλάρης |
Κάνθαρος | αρχαίο αγγείο πόσης και σπονδής (το χύσιμο στο έδαφος
κρασιού σαν προσφορά στους θεούς), με δύο υπερυψωμένες κατακόρυφες λαβές. |
κάτοπτρο | καθρέπτης ή λεία επιφάνεια που αντανακλά τις ακτίνες
του φωτός με τέτοιο τρόπο που μπορεί να λειτουργεί ως καθρέφτης |
καύση | κάψιμο σώματος, ώσπου να γίνει στάχτη (απανθράκωση) |
κεντρικά | που αποτελεί το σπουδαιότερο στοιχείο γύρω από το οποίο
περιστρέφονται όλα τα άλλα |
κεραμικός | που αναφέρεται στην τέχνη της κεραμικής |
κέραμος | κεραμίδι (μικρό, λεπτό και καμπύλο ή επίπεδο πήλινο
προϊόν που χρησιμοποιείται για την επικάλυψη της στέγης των οικοδομών) |
κεφαλή | το κεφάλι |
κηροπλαστική | η τέχνη του κηροπλάστη |
κίονας | κυλινδρική στήλη, κολόνα (αρχιτεκτονική) |
κιονόκρανο | το ανώτερο τμήμα ενός κίονα που φέρει διακόσμηση και
πάνω στο οποίο στηρίζεται το επιστύλιο |
κιονόμορφη | σχήμα κίονα |
κισσός | αναρριχώμενο φυτό |
Κλασική εποχή | η χρονική περίοδος της αρχαίας ελληνικής ιστορίας,
περίπου 200 χρόνων, από το 500 π.Χ. έως το 323 π.Χ |
κλιματίδα | κλαδί αμπελιού |
Κορινθιακός | προερχόμενος από την αρχαία Κόρινθο |
κορνήλιο | μαυροκόκκινος ημιπολύτιμος πυριτικός λίθος |
κόσμημα | μικρών διαστάσεων αντικείμενο από πολύτιμο μέταλλο
και πολύτιμους λίθους, το οποίο φοριέται για στόλισμα, κυρίως από γυναίκες, |
κουδουνίστρα | παιχνίδι για μωρά που, όταν το κουνά κανείς, κουδουνίζει |
κούκλα | ανθρώπινο ομοίωμα, κατασκευή που μοιάζει με άνθρωπο |
κρανιακό | σχετικό με το κρανίο |
κρανίο | το σύνολο των οστών του κεφαλιού |
Κυβέλη | Η μικρασιατική φρυγική θεότητα Κυβέλη, γνωστή
μεταγενέστερα στους Έλληνες ως Ρέα ήταν θεά γενικά της άγριας φύσης και των δημιουργικών δυνάμεων της Γης και της |
κύκλος | κλειστή διαδρομή |
Κύλιξ | κύλικα, ανοιχτό αγγείο πόσης για κρασί |
κυμάτιο | (αρχιτεκτονική) διακοσμητικό στοιχείο με κυματοειδή
μορφή, σε επιστύλιο, κίονα ή άγαλμα |
κύπελλλο | είδος ποτηριού |
Κώθων | (αρχαιολογία) είδος κυπέλλου, κούπα |
λαβή | το τμήμα ενός αντικειμένου από το οποίο μπορούμε να
το πιάσουμε |
Λάγηνος | ο λάγηνος είναι ένας ελληνιστικός τύπος οινοχόης με
επίπεδη βάση |
λατρεία | το σύνολο των θρησκευτικών πρακτικών που συνδέονται
με την απόδοση τιμής προς μια θεότητα |
λεκάνη | ανοιχτό φαρδύ δοχείο με επίπεδη βάση για δουλειές του
νοικοκυριού |
λεοντοκεφαλή | αρχιτεκτονικό κόσμημα που έχει σχήμα κεφαλής
λιονταριού |
λεοντόποδα | αρχιτεκτονικό κόσμημα που έχει σχήμα ποδιών
λιονταριού |
Λήκυθος | (αρχαιολογία) δοχείο αρωματικού λαδιού, μυροδοχείο σε
σχήμα φιάλης, με μια λαβή και με βαθύ στόμιο |
λίθινα | που είναι φτιαγμένα από πέτρα, πέτρινα |
λύρα | έγχορδο, αρχαίο ελληνικό μουσικό όργανο |
λύχνος | φορητή λάμπα, που λειτουργούσε με λάδι ή λίπος και
φιτίλι |
Μ. Αλέξανδρος | ήταν βασιλιάς της Μακεδονίας |
μαρμάρινη | που είναι φτιαγμένη από μάρμαρο |
Μεγαρικός | προερχόμενος από τα Μέγαρα Αττικής |
μέγεθος | οι διαστάσεις και ο όγκος ενός αντικειμένου
(μήκος, πλάτος, ύψος) |
μελαμβαφής | σκουρόχρωμος, μαύρος |
μελανόμορφο | (τέχνη) που έχει μαύρες μορφές πάνω σε κόκκινο
φόντο (για αρχαίο αγγείο) |
μέλη | αρχιτεκτονικά τμήματα κτηρίου |
μικρογραφικό | έργο τέχνης πολύ μικρών διαστάσεων |
μικροευρήματα | οτιδήποτε πολύ μικρών διαστάσεων ανακαλύπτει κάποιος
με αρχαιολογική ανασκαφή |
μικροτεχνία | τέχνη που αφορά την κατασκευή ή τη διακόσμηση μικρών
αντικειμένων |
μνημειακό | που προκαλεί τον θαυμασμό, γιατί έχει την
επιβλητικότητα μνημείου |
μνημοσύνη | η μητέρα των Μουσών |
μορφή | η εξωτερική όψη, σχήμα κάποιου πράγματος – το
πρόσωπο του ανθρώπου |
μούσες | (μυθολογία) κάθε μια από τις εννέα Μούσες, κόρες του
Δία και της Μνημοσύνης, προστάτιδες των τεχνών |
Μυκηναϊκή εποχή | αναπτύχθηκε την περίοδο 1600-1100 π.Χ |
μυροδοχείο | δοχείο όπου φυλασσόταν μύρο ή άρωμα (αρχαιολ.) |
ναϊσκόμορφη | σχήμα μικρού ναού |
Ναός της Αθηνάς | στην Ακρόπολη της Ήλιδας |
νεκροταφείο | τόπος προορισμένος για την ταφή ανθρώπων |
Νεολιθική εποχή | Νεολιθική εποχή (6500-3000 π.Χ.) |
νόμισμα | κομμάτι μετάλλου (συνήθως πολύτιμου) με συγκεκριμένες
διαστάσεις, βάρος και έκτυπη παράσταση που χρησιμοποιούνταν κατά το παρελθόν ως μέσο συναλλαγής, έχοντας το ίδιο την ίδια πραγματική αξία με τα αγαθό για το οποίο δινόταν ως πληρωμή |
Νοτιοδυτικά | βρίσκεται προς το μεταξύ νότου και δύσης σημείο του
ορίζοντα |
Οινοχόη | είδος αρχαιοελληνικού αγγείου με μια λαβή από το οποίο
γεμίζονταν τα κύπελλα των συμποτών. |
Ολυμπιακοί αγώνες | στην αρχαιότητα, ένας από τους πανελλήνιους αθλητικούς
αγώνες που διεξάγονταν κάθε πέμπτο χρόνο στην Ολυμπία |
ομόκεντρος | που έχει το ίδιο κέντρο |
ομφαλωτός | που μοιάζει με ομφαλό κατά το σχήμα, ο στρογγυλός σαν
τον ομφαλό |
όνομα | δηλώνει ένα ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα |
οπλιτοδρόμος | τρέχει σε οπλιτοδρομία (αγώνας ταχύτητας των
Ολυμπιακών Αγώνων της αρχαιότητας, με αθλητές που τρέχαν φορώντας αμυντική πανοπλία) |
όπλο | καθετί που χρησιμεύει για την άμυνα ή την επίθεση |
οργάνωση | μεθοδική διαμόρφωση και διευθέτηση των μερών συνόλου
(προσώπων, πραγμάτων, δραστηριοτήτων) για την αποτελεσματική λειτουργία του |
ορθογώνια | παραλληλόγραμμο με ορθές γωνίες |
οστέινο | που έχει σχέση με τα οστά ή είναι κατασκευασμένο από
κόκαλο |
όστρακο | κομμάτι από σπασμένο πήλινο αγγείο |
παιδική | που ανήκει ή αναφέρεται στο παιδί |
παιχνίδι | παίγνιο, αντικείμενο ευχαρίστησης, διασκέδασης,
ψυχαγωγίας και ενίοτε άσκησης και μάθησης |
Παλαιολιθική περίοδος | ξεκινησε πριν από 2,5 εκατομμύρια χρόνια περίπου έως
το 10.000 π.Χ. |
παράσταση | η αποτυπωμένη σε νόμισμα, ή οποιοδήποτε άλλο
αντικείμενο, μορφή ενός ή περισσοτέρων ατόμων. |
παριστάνεται | είναι αποτυπωμένη σε νόμισμα, ή οποιοδήποτε άλλο
αντικείμενο, μορφή ενός ή περισσοτέρων ατόμων. |
περιδέραιο | κόσμημα που φοριέται στο λαιμό |
περιρραντήριο | (αρχαιολογία) αγγείο κατασκευασμένο από λαξευτή
πέτρα, μάρμαρο και σπανιότερα από ψημένο πηλό, που χρησίμευε στις λατρευτικές εκδηλώσεις ως δεξαμενή αγιασμένου νερού. |
περόνη | βελόνα, καρφί |
πήλινο | φτιαγμένο από πηλό |
πηνίο | κουβαρίστρα |
πινακίδα | πλάκα, που φέρει επιγραφή ενημερωτικού περιεχομένου |
Πινάκιο | επιτραπέζιο σκεύος, συνήθως πήλινο, που χρησιμοποιείται
στο σερβίρισμα φαγητού, το πιάτο |
πλαίσιο | γύρω γύρω από κάτι, περιθώριο |
πλαισιωμένο | βρίσκεται γύρω από κάποιον ή κάτι |
πλαισιώνεται | βρίσκεται γύρω από κάποιον ή κάτι |
πλάκα | μεγάλο επίπεδο κομμάτι με ομοιόμορφο πάχος από πέτρα,
μέταλλο, ξύλο και παρόμοια σκληρά υλικά |
πλευρική | που γίνεται από το πλάι |
πλίνθος | δομικό υλικό που κατασκευάζευαι από πηλό (παλαιότερα
και άχυρο) σε κυβικά καλούπια, ψήνεται ή στεγνώνει στον ήλιο |
πόδι | άκρο του σώματος ανθρώπων ή ζώων που χρησιμεύει
στη στήριξη και στο βάδισμα |
πόλη | οικισμός με πολλά σπίτια, κατοίκους και διάφορες
διοικητικές, οικονομικές ή άλλες υπηρεσίες |
πόρπη | (αρχαιολογία) το κόσμημα με το οποίο συγκρατούσαν
στους ώμους τον πέπλο και τον χιτώνα |
Πραξιτέλης | ένας από τους μεγαλύτερους γλύπτες της αρχαιότητας |
προϊόντα | αυτά που παράγονται |
πρόπυλο | ο στεγασμένος χώρος που αποτελεί εξωτερική συνέχεια
της κύριας εισόδου ναών ή μεγάρων και φέρει σειράκιόνων (αρχαιολ.)] |
προστομιαίο | τοποθετώ κάτι επάνω από το άνοιγμα |
προτομή | γλυπτική απεικόνιση της κεφαλής και τμήματος του
κορμού μιας ανθρώπινης μορφής |
προχοή | κατάλληλα διαμορφωμένο στόμιο αγγείου, ώστε να ρέει
προς τα έξω το υγρό περιεχόμενό του |
πρόχους | αρχαίο κλειστό αγγείο με μία κάθετη λαβή, φουσκωτή
κοιλιά, ψηλό λαιμό και στόμιο που σχηματίζει προεξοχή για την έκχυση υγρών] |
πρώιμο | Αυτό που ανθίζει ή ωριμάζει νωρίς, πριν από τον
συνηθισμένο χρόνο |
πρωτότυπο | που λέγεται ή γράφεται για πρώτη φορά κι εκφράζει
κάτι νέο και διαφορετικό |
πτυκτό | διπλωμένο |
πύλη | η είσοδος, η πόρτα σε κτίσμα |
Πυξίδα | (αρχαιολογία) μικρό κουτί σε διάφορα σχήματα και με
κάλυμμα που χρησιμοποιήθηκε για τη φύλαξη κοσμημάτων, εργαλείων κ.λπ. |
πυρόλιθος | πέτρωμα που όταν τρίβεται βγάζει σπινθήρα |
πωρόλιθος | είδος πορώδους ασβεστολιθικού πετρώματος, που
χρησιμοποιείται στην οικοδομική |
ρόδακας | (αρχιτεκτονική) ακτινωτό διακοσμητικό σχήμα, σαν
τριαντάφυλλο με ανοικτά φύλλα |
ρολόι | κάθε συσκευή μέτρησης των διαστημάτων του χρόνου που
είναι μικρότερα της μέρας |
ρόπαλο | χοντρό ραβδί, με πιο πλατύ το ένα άκρο, που
χρησιμοποιείται συνήθως σε επιθετικές ενέργειες |
ρυθμός | (αρχιτεκτονική) μια τεχνοτροπία χαρακτηριστική μιας
εποχής, ενός τόπου ή ενός λαού |
Ρωμαϊκή εποχή | 146 π.Χ – 330 μ.Χ |
ρωμαϊκών χρόνων | 146 π.Χ – 330 μ.Χ |
Ρωμαιοκρατία | 146 π.Χ – 330 μ.Χ |
σαρκοφάγος | αρχαίο φέρετρο μέσα στο οποίο τοποθετούσαν τους νεκρούς |
σειρήνα | (μυθολογία) γυναικεία μορφή που μάγευε τους ναυτικούς
με το τραγούδι της για να τους σκοτώσει |
σκελετός | το σύνολο των οστών ενός οργανισμού |
σκεύος | καθένα από τα διάφορα αντικείμενα για οικιακή ή άλλη
χρήση |
σκηνή | ένα περιστατικό |
Σκύφος | βαθύ αγγείο πόσης με χαμηλό ή καθόλου στέλεχος και δύο
λαβές. |
σπόνδυλος | (αρχιτεκτονική) τμήμα κυλινδρικού κίονα |
στεφάνι | αντικείμενο σε μορφή δακτυλίου που κατασκευάζεται από
κλαδιά ή μέταλλο |
στήλη | μαρμάρινη ή μεταλλική πλάκα με χαραγμένη επιγραφή,
αναρτημένη σε εξωτερικό ή εσωτερικό χώρο |
στίχος | γραμμή, αράδα γραπτού κειμένου, κυρίως ποιήματος. |
στλεγγίδα | εργαλείο με το οποίο έξυναν οι αθλητές στην αρχαιότητα
το σώμα τους για να καθαριστούν |
σύμβολα | σχήμα που παριστάνει κάποια έννοια, αντικείμενο, κλπ. |
σύνεργο | το σύνολο των εργαλείων που χρησιμοποιεί ένας τεχνίτης |
σχετικά | που έχει σχέση με κάποιον ή κάτι |
σχηματοποιημένο | παριστάνω με απλές γραμμές |
σωτήρας | αυτός που σώζει |
ταινία | στενή λωρίδα από ύφασμα ή άλλο υλικό που μπορεί και
να τυλιχτεί σε ρολό |
ταφική | που αναφέρεται στον τάφο ή στην ταφή |
τάφος | o τόπος όπου θάβεται ο νεκρός |
τελετουργικό | η αυστηρά καθορισμένη διαδικασία που ακολουθείται σε
μια τελετή |
τεφροδόχος | δοχείο που περιέχει τη στάχτη ενός νεκρού που
αποτεφρώθηκε |
τιμητική | γίνεται για την εκδήλωση ή απονομή τιμής |
τιμώ | προσφέρω τιμές, σέβομαι |
τμήμα | μέρος ενός συνόλου |
τόξο | όπλο για την εκτόξευση βελών· αποτελείται από ένα
καμπύλο κομμάτι ξύλου ή άλλου υλικού, στις δύο άκρες του οποίου δένεται μία χορδή |
τοπικό | αναφέρεται σε ορισμένο τόπο ή προέρχεται από αυτόν |
τράπεζα | τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση |
τραπεζοφόρο | φέρει (κρατά) τραπέζι |
τροχός | κυκλικό όργανο (ελαστικό, ξύλινο, μεταλλικό ή πλαστικό)
που διαθέτει κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται και κινείται, |
τύπος | είδος, κατηγορία |
Υδρία | αγγείο για τη μεταφορά νερού |
υδρορροή | πήλινα ή λίθινα που τοποθετούνταν στην άκρη των
κεραμοσκεπών για να συλλέγουν το νερό της βροχής και να το κατευθύνουν σε στέρνα, πηγάδι κτλ. |
υπόδειγμα | αυτό που υποδεικνύεται ή προβάλλεται ως πρότυπο προς
αντιγραφή ή μίμηση |
υπολείμματα | κάτι λίγο που απομείνει απ’ ό,τι έχουμε χρησιμοποιήσει |
ύστερη | στο τέλος |
φαρέτρα | θήκη για τα βέλη |
φέρω | έχω, παράγω |
Φίλα | ιέρεια της Αφροδίτης |
Φλάβιος Σαβίνος | αδελφός του αυτοκράτορα Βεσπασιανού |
Φλάβιος Σεβήρος | ανθύπατος της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας |
φρέαρ | το πηγάδι |
φυσικό | που δεν παράγεται από τον άνθρωπο αλλά βρίσκεται σε
αυτή τη μορφή στη φύση |
χαίρε | επίσημος χαιρετισμός, προσφώνηση – αποχαιρετισμός προς
θανόντα συνήθως στην κηδεία του |
χάλκινος | φτιαγμένος από χαλκό |
χαραγμένο | που το έχουν χαράξει, που επάνω του έχει εντυπωθεί
κάτι όχι επιφανειακά αλλά σε κάποιο βάθος |
χαυλιόδοντaς | (για ζώα) με μεγάλα προεξέχοντα δόντια |
χείλος | το σημείο που καταλήγει κάθε επιφάνεια |
χειροποίητο | δουλεμένος, κατασκευασμένος στο χέρι, όχι από μηχανή |
χιτώνας | ανδρικό και γυναικείο ένδυμα κατά την αρχαιότητα από
λινό ή μάλλινο ύφασμα που το φορούσαν κατάσαρκα |
χρήση | χρησιμοποίηση |
χρυσός | πολύτιμο μέταλλο, το χρυσάφι |
χυτή | που παίρνει την μορφή του καλουπιού στο οποίο
τοποθετείται |
ψαμμίτης | ιζηματογενές πέτρωμα αποτελούμενο από κόκκους
άμμου που έχουν συνενωθεί και συγκολληθεί μεταξύ τους με ορυκτή συνδετική ύλη, ώστε να συγκροτούν ένα σώμα |
Ψευδόκερνος | τελετουργικό αγγείο |
ψευδόστομος | είδος κλειστού αγγείου |
ψηφιδωτό | επιφάνεια καλυμμένη διακοσμητικά με ψηφίδες
(μικρά επίπεδα κομμάτια απόυαλόμαζα ή πετρώματα) |
ως | μέχρι, έως |